γατιάζω

γατιάζω
και γατσιάζω και κατσιάζω [γατί, γατσί, κατσί]
1. (αμτβ. για πρόσ. και ζώα) χάνω τη ζωηρότητά μου, αδυνατίζω
2. αγριεύω σαν τη γάτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”